ἀποστασίου

ἀποστασίου
ἀποστασίου
for having forsaken his
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Письменное обвинение —    • Γραφή,          письменное обвинение, в обширном смысле обозначает всякое уголовное дело и всякую форму жалобы в уголовных делах, в более узком смысле известную форму жалобы в уголовных делах, а именно ту, при которой подавалось только… …   Реальный словарь классических древностей

  • απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του …   Dictionary of Greek

  • αποστάσιον — ἀποστάσιον, το (Α) 1. διαζευκτήριο, διαζύγιο 2. (αττ. δίκ.) «ἀποστασίου δίκη» καταγγελία εναντίον απελευθέρου ότι εγκατάλειψε τον προστάτη του ή προσήλθε σε άλλον …   Dictionary of Greek

  • ἀποστασίων — ἀποστᾱσίων , ἀφίστημι put away fut part act masc nom sg (doric) ἀπόστασις causing to revolt fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀποστάζω let fall drop by drop fut part act masc nom sg (doric) ἀποστάζω let fall drop by drop fut part act masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”